- Αυστραλία, Νότια
- (South Australia). Ομόσπονδη πολιτεία (984.000 τ. χλμ., 1.518.874 κάτ. το 2001) της Αυστραλιανής Κοινοπολιτείας, στο κεντρικό και νότιο τμήμα της ηπείρου. Επειδή βρίσκεται στη γραμμή που ενώνεται το υψίπεδο της Δυτικής Αυστραλίας με τις μεγάλες κεντρικές πεδιάδες, παρουσιάζει αρκετά ποικίλη μορφολογία. Δύο οροσειρές τη διασχίζουν: των βουνών Μασγκρέιβ (1.515 μ.) στα ΒΔ και των Φλίντερς στα ΝΑ. Στο κέντρο εκτείνεται ένα απέραντο βύθισμα που καταλαμβάνεται από τις μέγιστες λιμναίες λεκάνες της χώρας: την Έιρ, την Γκέρντνερ, την Τόρενς, τη Φρομ. Τέλος, από την άλλη πλευρά των Φλίντερς συνεχίζεται το βαθύπεδο που αντιστοιχεί στον κάτω ρου του Μάρεϊ-Ντάρλινγκ και που φτάνει έως τον ωκεανό στα Ν της Αδελαΐδας. Η καλλιεργήσιμη έκταση είναι πολύ περιορισμένη και αντιστοιχεί ουσιαστικά μόνο στη ζώνη κατά μήκος της ακτής του Μεγάλου Αυστραλιανού κόλπου. Σημαντική θέση στην οικονομία της Πολιτείας καταλαμβάνει φυσικά η αναπτυγμένη σε μεγάλη έκταση κτηνοτροφία, αλλά η Νότια Αυστραλία είναι πλούσια και σε ορυκτά: σίδηρο (στο Άιρον Νομπ), άνθρακα, ουράνιο (στο Ράντιουμ Χιλ). Τα κυριότερα κέντρα, όλα στο νοτιοανατολικό τμήμα, είναι η Ουάλα, με χαλυβουργία και ναυπηγεία, το Πορτ Πίρι, με μεταλλουργικά συγκροτήματα για την επεξεργασία του μολύβδου και, κυρίως, η πρωτεύουσα Αδελαΐδα (1.092.900 κάτ. το 1999), η οποία μαζί με τις γειτονικές πόλεις Σόλσμπερι και Ελίζαμπεθ είναι έδρα σημαντικών συγκροτημάτων χημικής βιομηχανίας, υφαντουργίας και μηχανουργίας. Η Αδελαΐδα ιδρύθηκε το 1863 και είναι η μόνη μεγάλη πόλη της Α. που δεν άρχισε ως αποικία καταδίκων, αλλά απευθείας ως βάση εκκίνησης για τον εποικισμό του εσωτερικού.
Dictionary of Greek. 2013.